- ψόφαξ
- ψόφ-αξ, ὁ,A noisy fellow, Λεωνίδης ψ. (or Ψ.) κληθείς CIG(add.)3827s ([place name] Cotiaeum).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψόφαξ — ακος, ὁ, Α (για πρόσ.) θορυβώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (Ι) «ήχος, κρότος» + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. σπάλ αξ)] … Dictionary of Greek